Project Description

— “Old man, ‘tis not so difficult to die.”
(Γέρων, δεν είν’ και τόσο δύσκολο να πεθαίνεις.)

Προφέροντας αυτήν τη φράση, ο Κόμης Μάνφρεντ (Count Manfred) εκπνέει δίδοντας το παγωμένο του χέρι στον Αββά του Σέιντ Μωρίς, ωσάν ένα χαίρε.

Κι απορεί ο κληρικός, προς πού η ψυχή του Μάνφρεντ θα πετάξει, αφού απέρριψε στην επίγεια ζωή, την όποιαν προτροπή προς συμφιλίωση με την Εκκλησία. Η δοσοληψία με τον Ουρανό υπήρξε πάντα προσωπική μόνον υπόθεση του εν λόγω βυρωνικού ήρωα. Ανάγκη δεν είχε απ’ ευλαβείς μεσάζοντες που γονυπετώς προσεύχονται.

Υπεράνθρωπος ο Μάνφρεντ, αψήφησε το δαίμονα που ήλθε να συνοδεύσει την ψυχή του, ηρνήθη να τον ακολουθήσει, να παραδοθεί σ’ αυτόν και το τάγμα του …I do defy ye… ye false fiends.

Όντως, ο μονήρης Μάνφρεντ είναι Μάγος δεινός, συνομιλεί με οντότητες πνευμάτων, εφόσον επωφεληθεί των επωδών του, κατέχει τη σοφία του Σύμπαντος, η όρασή του εξοικειώθη με την Αιωνιότητα και πια δεν καταδέχεται ν’ αναμιχθεί με πήλινα πλάσματα, τους συνανθρώπους του, κι όμως, κάποτε, ως άρχων ευγενής τους είχε συνδράμει και το καλό ανάμεσα των βρήκε, ανώφελο, απέκτησε κ’ εχθρούς. Παρ’ ότι ενδύεται ακόμη τη σάρκα, η ουσία του είναι σχεδόν όπως των αθανάτων. Απέκτησε τη δύναμη διάγοντας νύκτες ετών μελετώντας τις αρχαίες επιστήμες που δε διδάσκονται πια, ηρεύνησε τη Φύση, ορατή κι αόρατη, τα μυστήριά της και παρετήρησε την πορεία των ουρανίων σωμάτων, με πάθος για γνώση, νοός δοκιμασίες και με κανόνες αυστηρούς, εξήγαγε απαγορευμένα συμπεράσματα, ο προμηθεϊκός σπινθήρ, η αστραπή του Είναι του, όπως λέει, είναι ευφυία, βάλλει μακριά κι ας είν’ έγκλειστη στην άργιλο, εμπόδιο στην αιθερία ουσία. Ίσταται, λοιπόν, επί της ισχύος του, το δηλώνει, τίποτε δεν του εδόθη σ’ αντάλλαγμα υποτελείας.

Παραταύτα εν’ αμάρτημα τον τυραννά, ένα σφάλμα, οι Ερινύες τον συντροφεύουν, ταράττουν τον ύπνο του και κάνουν τις ημέρες ανυπόφορες. Επιθυμεί τη λήθη, ο θάνατος τη χορηγεί, το γνωρίζει. Απελπισμένος τον αναζητά, ίσως λυτρωθεί με μια κατακρήμνιση απ’ τους βράχους του όρους Γιούνγκφράου (Jungfrau), δεν το κάνει. Δεν του υπόσχονται αμνημοσύνη μήτε και τα επτά πνεύματα που προσκάλεσε στη στοά του πύργου του, τούτο δεν υπόκειται στη δικαιοδοσία τους. Κι όταν τ’ Αστέρι του, κάποτε ολόλαμπρο, τώρα ένας διάττων αδέσποτος, εμφανίζεται με τη μορφή πεντάμορφου θηλυκού, στη θέα του ο Μάνφρεντ εμβρόντητος μένει. Η φωνή του πεπρωμένου του τότε ηχεί. Μέρος αυτής της ωδής είναι και οι εξής στίχοι:

Σύ μοναχός σου ποτέ δε θα ’σαι / είσαι με σάβανο τυλιγμένος / συμμαζεμένος σε μια νεφέλη / παντοτινά μονή σου θα ’χεις / το πνεύμα τούτων των λόγων / αν και δε βλέπεις το πέρασμά μου / η όρασή σου θα μ’ αισθανθεί ως ένα κάτι κι ας ειν’ αόρατο / που πρέπει πλησίον σου να ’ναι κι ήταν / κι όταν στον κρυφό τον τρόμο / την κεφαλή σου θα στρέψεις γύρω / θ’ απορήσεις γιατί δε θα ’μαι σαν τον ίσκιο σου σ’ αυτόν τον τόπο / και τη δύναμη που τώρα ’σύ νοιώθεις / θα ’ναι ’κείνο που θα πρέπει να κρύψεις…

Η Μάγισσα των Άλπεων, απαστράπτουσα θα προβάλει απ’ τον καταρράκτη κατ’ απ’ την αψίδα τ’ ουρανίου τόξου. Κι αυτή κατόπιν επωδής ενεφανίσθη. Ο Μάνφρεντ της διηγείται κάπως αόριστα το δράμα του, μα δε δέχεται τη βοήθειά της με τίμημα την υποταγή του στη θέλησή της. Μυστήριο ο τρόπος ζωής του και οι σκέψεις του ανεξιχνίαστες για όσους ζουν στο κάστρο του και στα γύρω. Λόγια περίεργα παράξενου άρχοντα με κάποιο κρίμα τρέλας, θα χαρακτηρίσει το παραλήρημά του ο κυνηγός των αιγάγρων, ο που τον έσωσε από εν’ άλμα στο κενό, ’κεί πα στα δύσβατα μονοπάτια των υψιπέδων της Βέρνης. Κι όταν του προσέφερε στο καταφύγιό του λίγο κρασί για να τον συνεφέρει, κραύγασε ο Μάνφρεντ:

— “Μακριά, μακριά, ειν’ αίμα… το αίμα μου…”

Οι τρεις Μοίρες και η Νέμεση συνευρίσκονται στις χιονισμένες κορυφές, η παννυχίδα τους χνάρι δεν αφήνει, κι ο Μπάιρον εκφράζει τα εξής, μέσω των λόγων της Νέμεσης…

Επιχειρούσα να επισκευάσω θρόνους κατεστραμμένους / να παντρέψω μωρούς, δυναστείες να παλινορθώσω / τους εχθρούς των οι άνθρωποι να εκδικούνται, / και να κάμνω να μετανοούν για την εκδίκησή τους, / να κεντρίζω συνετούς έως ότου παρανοήσουν, από ηλιθίους / να παίρνουν χρησμούς, τον κόσμο να κυβερνούν / εκ νέου, διότι παράκαιρα θέριεψαν / και τόλμησαν οι θνητοί μόνοι να σταθμίσουν, / στην πλάστιγγα το βάρος των βασιλέων, και να ομιλούν / περί ελευθερίας, την απαγορευμένη οπώρα.

Μοίρες, Νέμεση, Μάνφρετ, όλοι στ’ ανάκτορο του Αριμάν, ενώπιον του θρόνου του. Ο Κόμης δεν τον προσκυνά. Θα υποκλιθεί, είπε, μόνον στην υπερτάτη αρχή, the Maker, τον Δημιουργό, τον κυβερνήτη του Απείρου, εφόσον κι ο Αριμάν, προσωποποίηση του απείρου, πράξει κι αυτός το ίδιο.

Κι όμως του ζητά να καλέσει την Αστάρτη, την που ηγάπησε όπως δεν έπρεπε και την κατέστρεψε…

Παρουσιάζεται η Αστάρτη με τη μορφή του εκμαγείου του πηλού της, θάλλουν οι ροδαλές παρειές της, ο θάνατος δεν την έφθειρε…

— “Μίλησέ μου αγαπημένη”, ο Μάνφρεντ την εκλιπαρεί, “…μίλησέ μου, συγχώρεσε με, πες… μόνο μια λέξη… μ’ αγαπάς;”

Κι απαντά το φάντασμά της…

— “Μάνφρεντ… αύριο, θα πεθάνεις.”

Ηρεμεί τώρα ο Κόμης, ως να εβρέθη το επιθυμητόν “Καλόν” κ’ εδραιώθη στην ψυχή του, λέει, κι αφού ματαία κατέστη και η πρώτη επίσκεψη του Αββά, αποχαιρετά τον άνακτα στη δύση του, την ένδοξη σφαίρα-ίνδαλμα, τον αισθητό θεό, εκπρόσωπο του αγνώστου, στίχοι κι αυτοί του Μπάιρον στο στόμα του Μάνφρεντ.

Περίσσιος λυρισμός, και όχι μόνον, όπως όταν και στον επόμενο μονόλογό του ο φυσιολάτρης Μάνφρεντ, ενθυμούμενος επίσκεψή του στη Ρώμη, αναφέρεται στο φεγγάρι λέγοντας:

Και ’σύ ακόμη φέγγεις, εσύ Σελήνη που κυλάς επάνω / απ’ όλα τούτα, κι εκπέμπεις εν’ άπλετο φως τρυφερό, / π’ απαλύνει τη γηραιά την αυστηρότητα / ρυτιδωμένης απόγνωσης, πληρώντας / εκ νέου, τα χάσματα των αιώνων, / συντηρώντας το κάλλος π’ ανέκαθεν ήτο, / κι όμορφα κάνοντας αυτά που δεν ήσαν, ως που ο τόπος / έγινε θρησκεία και η καρδιά προσέτρεξε με σιωπηλή λατρεία προς το αρχαίο μεγαλείο / οι νεκροί, πλην όμως σκηπτούχοι κυρίαρχοι, ακόμη διέπουν / τις ψυχές μας από τις ληκύθους των.

Ένα Έπος Δραματικό, ας το πω και Μental Theater, όπως το απεκάλεσε ο δημιουργός του, ο Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον (George Gordon Byron), ήτοι, ένα νοερό θεατρικό Έργο λοιπόν, που εξελίσσεται στην Ελβετία, μάλιστα εκεί όπου η ομορφιά των Άλπεων ενέπνευσε τον Λόρδο Βύρωνα (Lord Byron) όταν το 1816 μαζί με το φίλο του Τζον Καμ Χόμπχάουζ (John Cam Hobhouse) τις επεσκέφθη. Συνέθεσε τότε την πρώτη και δεύτερη πράξη αυτού του τρίπρακτου έργου των δέκα σκηνών, που σαφώς βρίθουν μεταφυσικών εννοιών, προσφιλές θέμα συζήτησης του ιδίου ιδιαίτερα με τον Πέρσυ Μπυς Σέλεϋ (Percy Bysshe Shelley). Είχαν περάσει μαζί το βροχερό καλοκαίρι του 1816, στη Γενεύη… όπου η Μαίρη Γουόλστονκραφτ Σέλλεϋ (Mary Wollstonecraft Shelley) συνέγραψε το “Φράνγκενστάιν ή ο Σύγχρονος Προμηθεύς”… Ο Βύρωνας είχε ήδη εγκαταλείψει οριστικά την Αγγλία. Το επόμενο έτος, στη Βενετία πλέον, τελειώνει το “Μάνφρεντ”. Εκδίδεται τον Ιούνιο του 1817.

Ουρανός και Γη, άραγε πόσα πράγματα υπάρχουν σ’ αυτές τις δύο διαστάσεις; Πράγματα που δεν μπορούμε ούτε να φανταστούμε, μήτε νοερά στα όνειρά μας να τα δούμε. Κι όμως, ο άνθρωπος, μισή σκόνη – μισή θεότης, όπως τον αποκαλεί ο Βύρωνας, έστω και μέσα στη σύγχυση των ημερών μας, εάν τη γης ορθά πατήσει θ’ απογειωθεί. Ναι, θ’ απογειωθούμε· θα βρεθούμε με την Αστάρτη, την Ασταρώθ, την Ιστάρ, την Αφροδίτη μας, αλλά δίχως να υποταχθούμε σε οντότητες νοσηρές, σε δυνάμεις υποσχόμενες δωρεά έναντι υποτελείας, δεν είμεθα Φάουστ (Faust)!

Του Μάνφρεντ το κρίμα, εύκολο το θάνατο κατέστησε, αν και σε όρους κορυφή, πάλι θα δεσμευθεί ο υπεράνθρωπός μας. Μ’ ας ακολουθήσουμε το παράδειγμά του για μια καταβύθιση στα έγκατα της αληθείας του Δένδρου της Ζωής για να δρέψουμε του άλλου δένδρου τη Γνώση· τι κι αν πονέσουμε, θα ελευθερωθούμε…

Και τότε θ’ αντιληφθούμε τι πράγματι τυραννούσε τον Count Manfred.

PREFACE

Enchanted by the piercing virtues of poetic expression demonstrated in Lord Byron’s publications, Eucharis –a well established Greek-Italian writer– endorses free of hesitation, the challenge to initiate with her own distinct voice, hellenic reading communities in his immensely popular drama titled «Manfred», signaling that way her active engagement in the art of translation.

Lured by the profound prospect of enliving the Byronic verses in a language that incarnates the very essence of tranquility, vastly flourished via its inherent verbal thesaurus, she prompts to deliver accurately its maternal English text to Greek audience in a manner of expression aside from conventional restraints; for she not only attempts to incur countless everyday readers their exposure to chivarly modes of thinking, metaphysical concepts, and sacred mythologies, but she also strives to shape the way subsequent generations interpretend Lord Byron’s vast intellectual resources, especially the ones accumulated within «Manfred».

As a poet whose works and deeds stamped upon the thriumphal era of Romanticism, George Gordon Byron, became memorable for his elicitive poetic expressions that gave him the fruitful ground  for cartharsis of strong emotions. His faceted personae –perhaps the most flamboyant of its age–  seeked refuge in the entire literacy spectrum; satire, verse narrative, ode, lyric, drama, and tragedy, served this purpose to name but a few. In his masterpiece named «Manfred», the vitality of speech in accordance with a mind-numbing atmosphere of ubiquitous singular freedom and boldness,  reinforced by illicit love, thrilling suspense, and death, illustrate vigorously the defiance towards the Wordsworthian doctrine of the benevolence of Nature.

In an effort to deliver this genre of tension and affliction through sharply expressed pain, Eucharis adopts an amalgam of vocabulary formats that do fit neatly with the verbal record of the nineteenth century; she is in particular keen on words and phrases with evident origins to the ancestral Greek language. Her pursue is to evoke strong connection between the reader and the context. Having served herself as a poet with scintillating wit, she deeply cherish the importance of coherence in metrics and as such she struggles to preserve the exact same structure in each single Byronic verse. Structure, phrasing and versification must absolutely just the original text! Meanwhile, the soul of the script  is not to be confined, nor should its explosive power be contained or in any way become altered.

Galvanized by a burst of linguistic creativity she fluently depicts all the obvious or disguised traits of elements met in «Manfred» such as romantic melancholy, guilt for untold seen, pride and prejudice, contempt, isolation, loneliness, remorse, moodiness, altrouism and courage among others stand for. She thereafter transforms them into bridges between the book’s primary voices and her own knowledge-bounded interpretation of their meaning forging a peculiar kind of connection where vowels and consonants sought to fathom their value in firm accordance to Lord Byron’s spirit of indicative liberalism.

Notably influenced by the ample ambience emerging of his stanzas, Eucharis remains stirred to her scope of their authentic reproduction in Modern Greek language. Following the footsteps of the great Hellenist she is more than keen to exhibit her warm sympathy and admiration for classical Greek cultural grandeur and linguistic heritage the moment she is confronted with the neoclassical merits abiding in the rhymes of «Manfred». Being ruthless, sophisticated, and sensuous to her approach she manages to represent the undoubtedly esteemed Byronic fable in its true reflections of might.

Her coming to the fore as a very promising translator, offers us the opportunity to get aquented with an intriguit work that’s repleted with a mingle genious, totally accute sense, and sterling presentation; attributes that may well favour our very warm welcome.

 

Harry  Joe  Patsis / Publisher & Writer

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Γοητευμένη όντας από τις διεισδυτικές αρετές της ποιητικής εκφράσεως που επιδεικνύονται στις εκδόσεις του Λόρδου Βύρωνος, η Εύχαρις –μια καταξιωμένη Ελληνοϊταλίδα συγγραφεύς– αγκαλιάζει χωρίς αναστολές την πρόκληση του να μυήσει μέσω της δικής της ξεχωριστής φωνής τις ελληνικές αναγνωστικές κοινότητες στο ιδιαιτέρως δημοφιλές του δράμα έχων τον τίτλο «Μάνφρεντ», σηματοδοτώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την ενεργή της ενασχόληση με τη μεταφραστική τέχνη.

Δελεασμένη ούσα από τη βαθυστόχαστη προοπτική του να ζωντανέψει τους βυρωνικούς στίχους σε μια γλώσσα που ενσαρκώνει την πεμπτουσία του μέλους, του εξόχως ακμάζοντος διαμέσου του σύμφυτου λεκτικού της θησαυροφυλακίου, παρακινείται όπως παραδώσει με ακρίβεια το μητρικό κείμενο στο ελληνικό κοινό με μίαν εκφραστική μέθοδο πέραν από συμβατικά πλαίσια, καθόσον δεν επιχειρεί μόνο να επιφέρει την έκθεση αναρίθμητων καθημερινών αναγνωστών σε μοντέλα μεγαλόψυχου στοχασμού, μεταφυσικών εννοιών και ιερών μυθολογιών, αλλά πασχίζει επίσης, να διαμορφώσει το δίαυλο βάσει του οποίου οι μεταγενέστερες γενεές θα ερμηνεύουν τους απέραντους πνευματικούς πόρους του Λόρδου Βύρωνος, ιδίως εκείνους που συσσωρεύονται εντός των σελίδων του «Μάνφρεντ».

Ως ποιητής του οποίου τα έργα και οι πράξεις σφράγισαν τη θριαμβική εποχή του Ρομαντισμού, ο Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον, κατέστη αξέχαστος για την υπαινικτική ποιητική του ρητορεία που του προσέδωσε το γόνιμο έδαφος για κάθαρση ισχυρών συναισθημάτων. Η πολύπλευρη προσωπικότητά του –ενδεχομένως η πλέον προβεβλημένη των χρόνων της– αναζήτησε καταφύγιο σε ολόκληρο το λογοτεχνικό φάσμα. Η σάτιρα, ο πεζολογικός στίχος, η ωδή, η λυρικότητα, το δράμα και η τραγωδία, υπηρέτησαν μεταξύ άλλων που δύναται να αναφερθούν, το σκοπό αυτό. Στο αριστούργημά του τιτλοφορούμενο ως «Μάνφρεντ», η ζωτικότητα του λόγου του σε συμφωνία με μίαν ακαταμάχητη ατμόσφαιρα διάχυτης ατομικής ελευθερίας κι ευτολμίας, ενισχυμένης από παράνομη αγάπη, καθηλωτική αγωνία και θάνατο, απεικονίζουν σθεναρά την περιφρόνηση προς τη γορντσγουορθιανή θεωρία περί καλοσύνης της Φύσεως.

Σε μίαν προσπάθεια να διανείμει την ένταση και την οδύνη μέσω αιχμηρά διατυπωμένου πόνου, η Εύχαρις υιοθετεί ένα αμάλγαμα λεξιλογικών σχημάτων που ταιριάζουν ομαλά με το ρηματικό αρχείο του δεκάτου ενάτου αιώνος. Είναι προπαντός ενθουσιώδης με λέξεις και φράσεις που φέρουν προδήλως την καταγωγή τους στην προγονική ελληνική γλώσσα. Η επιδίωξη της είναι να προκαλέσει δυνατή ζεύξη ανάμεσα στον αναγνώστη και το περιεχόμενο. Έχοντας υπηρετήσει η ίδια ως ποιήτρια με σπινθηροβόλο πνεύμα,  διατηρεί βαθέως τη συνοχή των μέτρων και απορρέοντος τούτου, παλεύει να διαφυλάξει την κατ’ ακρίβειαν όμοια δομή σε κάθε μεμονωμένο βυρωνικό στίχο. Η δομή, η διατύπωση και η στιχουργία οφείλεται να μην περιοριστούν, μήτε πρέπει η εκρηκτική ισχύς τους να αναχαιτιστεί ή μεταβληθεί καθ’ οιονδήποτε τροπο.

Γαλβανισμένη από μίαν έκρηξη γλωσσολογικής δημιουργικότητας, απεικονίζει ευχαιρώς όλα τα πασιφανή ή μεταμφιεσμένα χαρακτηριστικά των στοιχείων που απαντώνται εις το «Μάνφρεντ» όπως η ρομαντική μελαγχολία, η ενοχή για ανείπωτη αμαρτία, η περηφάνεια και προκατάληψη, η καταδίκη, η απομόνωση, η μοναξιά, η μεταμέλεια, η κατήφεια, ο αλτρουισμός και το κουράγιο αντιπροσωπεύουν, μεταξύ άλλων. Εν συνεχεία, τα μετασχηματίζει σε γέφυρες αναμεταξύ των βασικών φωνών του βιβλίου και της δικής της γνωστικά οριοθετημένης ερμηνείας του νοήματός τους, σφυρηλατώντας ένα ιδιάζων είδος δεσμού όπου τα φωνήεντα και τα σύμφωνα αναζητούν να εμβαθύνουν την αξία τους σε απόλυτη συμφωνία με το έκδηλο πνεύμα φιλελευθερισμού του Λόρδου Βύρωνος.

Ιδαιτέρως επηρεασμένη από την ευρεία αναδυόμενη ατμόσφαιρα των στροφών του, η Εύχαρις παραμένει προσηλωμένη στο σκοπό της, ήτοι στην πιστή αναπαραγωγή τους εις τη νέα ελληνική γλώσσα. Ακολουθώντας τα βήματα του σπουδαίου Ελληνιστή, είναι κάτι παραπάνω από ενθουσιώδης ως προς το να επιδείξει την εγκάρδια συμπάθεια και το θαυμασμό της για το κλασικό ελληνικό πολιτισμικό μεγαλείο και τη γλωσσολογική κληρονομία, τη στιγμή όπου τίθεται αντιμέτωπη με τις νεοκλασικές αρετές που ενδημούν στις ρίμες του «Μάνφρεντ». Όντας αποφασισμένη, εκλεπτυσμένη και αισθηματική στην προσέγγισή της, επιτυγχάνει να αναπαραστήσει τον αναμφίβολα αγαπητό βυρωνικό μύθο στους αληθινούς αντικατοπτρισμούς της κραταιότητός του.

Ο ερχομός της στο προσκήνιο ως μίας πολλά υποσχόμενης μεταφράστριας, μας παρέχει την ευκαιρία να γνωρίσουμε ένα έργο που βρίθει από αναμεμειγμένη ιδιοφυία, απολύτως οξυτάτη αίσθηση και αυθεντική παρουσίαση, γνωρίσματα που μπορούν κάλλιστα να ευνοήσουν την πλέον ένθερμη υποδοχή μας.

 

Xάρης  Τζο  Πάτσης / Εκδότης & Συγγραφέας

AS A PROEM

 

Why I have to explain

The reason that re-propose

A drama of a Mortal

While mystery still rules

Perfectly the symphonic hues

Upon an epic pentagram

Due to metaphysical echoes

Of a lyric blast: the charm

Of Nature’s spirits

And a Star’s revelation

Those quench my eye’s view

And close it lid to preserve

In my mind, memories

Of avalanches, glaciers

Chamois’s ascents

A sincere chill blue flow

Torrents and a painted bow

By the joyful sunbeams

They enlighten the dye

On a gorgeous cheerful sky

To arch the dazzling silver

Waterfall and a beautiful fairy

Wet azure glance, thrill

For a missed embrace, a Witch

Enchants my soul, there

Behind the drape of a vision

Then, on the snow takes place

Nemesis’s nocturne feast

Where three mythical Destinies

Order life’s temporal commands

Under the sceptre of Arimane

Some events to become

Oestrus thrusts, which

Transform the verb

Into a spark that illuminates

The meaning of the words

Composing stanzas and rhymes

On Byron’s traces

Along the green path

Of his sun-inspired verses

Thus, ahead blow in Greek

Muse, intone the grief

Of a man who climbed

The Alpine mountain range

Quite up to its virgin peak

An incisive height, eagle’s

Decisive leap, releasing

His ethereal flight, perceiving

The lilt of the spheres

In a clear celestial space

All for a dream! I deem

It is a gaze of eternity

The silent virtual caress

Alas! It was a promise of death

Sounds as a spell on Earth

Manfred! Feel it

Astarte inwardly says that

You have to atone for thy quilt

Thein own mind will be a Hell

Surrounded by its Daemons

Well, until to be thyself a Divine

’tis not so difficult to die…

 

                                       Eucharis / Translator & Writer

 

ΩΣ ΠΡΟΟΙΜΙΟ

 

Γιατί να ομολογήσω

Το «διότι» απόδοσης

Ενός δράματος ανθρώπου

Όταν εντάσεις διαρκούν

Συμφωνίας μυστηρίου

Ομοβροντίας επικής

Λυρικής  πνευμάτων φύσης

Η ωδή μαγεία ρήσης

Επάνω σε πεντάγραμμο

Διατάξεως ιδεών

Ρεόντων που ποτίζουνε

Με εικόνες την όραση

Ενώ τα ματοτσίνορα

Εσωκλείουν ερμητικά

Στο νου μνήμες κρυστάλλινες

Παγερών χιονοστιβάδων

Και καταρράκτη αργυρού

Παννυχίδας όπου Μοίρες

Μόραν δικαίως ένεμαν

Οιστρήλατο για να γενεί

Παρελθόντων στιγμών παρόν

Π’ ανάσσει το λόγο με βια

Σε πνεύμα δια λέξεων

Στο δια ταύτα φράσεων

Ανάπτουν ένα λυχνάρι

Ακολουθώντας τ’ αχνάρι

Του Βύρωνος στις ατραπούς

Έμπνευσης  Ήλιο-χαρούς

Λοιπόν εμπρός ελληνιστί

Άειδε Μούσα τα πάθη

Ψυχής π’ αναρριχήθηκε

Σε κορύφωμα ορέων

Παρθένου των ο κολοφών

Πάτημα εφαλτήριο

Λεύτερης πτήσης αητού

Αφού ήκουσε τ’ ουρανού

Την αιωνία μουσική

Σφαιρών και των χρωμάτων της

Ορθά σαν εναρμόνιζε

Τα μέλη δια του μέτρου

Στα βάθη εκθαμβωτικής

Ευδαίμονος διάστασης

Τ’ άγγιγμα φίλημα σιωπής

Νοερή θωπεία κάλλους

Σ’ όνομα Μάνφρεντ άφεση

Κρίματος μηδ’ εχάρισε

Μα θανής την υπόσχεση

Ως ξόρκι βιωμάτων του

Θεν’ ακουστεί σ’ αυτή τη Γης

Εύκολο τούτο πέρασμα

 

                                  Εύχαρις / Μεταφράστρια & Συγγραφέας

 

Σημείωση:

Το ελληνικό κείμενο του προοιμίου δε συνιστά ακριβή απόδοση του αντιστοίχου αγγλικού.